ἔριφος

ἔριφος
ἔρῐφος, (, Alc.Supp.24.1, GDI5029 ([place name] Crete)),
A kid,

ἄρνεσσιν..ἢ ἐρίφοισι Il.16.352

, cf. 24.262, Od.9.226, Alc. l.c., Orph.Fr.32c, etc.
II Ἔριφοι, οἱ, the constellation Haedi, Democr.14, Theoc. 7.53 (cf. Sch. ad loc.), Arat.158, Eratosth.Cat.13, Chio Ep.4.1, Ptol. Alm.7.5, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἔριφος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔριφος — kid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… …   Dictionary of Greek

  • Ἐρίφω — Ἔριφος masc nom/voc/acc dual Ἔριφος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφω — ἔριφος kid masc nom/voc/acc dual ἔριφος kid masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρίφοιο — Ἔριφος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφοιο — ἔριφος kid masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρίφοις — Ἔριφος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφοις — ἔριφος kid masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρίφοισι — Ἔριφος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφοισι — ἔριφος kid masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”